- κτηματογράφηση
- ηη καταγραφή των χτημάτων και των ιδιοκτητών τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κτηματογράφηση — η η γενική καταγραφή, η μέτρηση και η εκτίμηση τών ακίνητων ιδιοκτησιών μιας χώρας με σκοπό τον ακριβή καθορισμό τής θέσης, τών ορίων, τού σχήματος, τού εμβαδού, τής φύσης τού εδάφους κ.λπ. και με αναγραφή τού ονοματεπωνύμου τών ιδιοκτητών, η… … Dictionary of Greek
κτηματογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κτηματογράφηση … Dictionary of Greek
κτηματογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κτηματογράφηση: Κάνει κτηματογραφικές εργασίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)